βουτιά

βουτιά
η
1) погружение (однократное); нырок; прыжок в воду; 2) кража, воровство; 3) опасное, рискованное дело (чаще предосудительное)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βουτιά" в других словарях:

  • βουτιά — η 1. η κατάδυση σε νερό: Με μια βουτιά βγήκε από την άλλη άκρη της πισίνας. 2. μτφ., η κλεψιά, η υπεξαίρεση: Έγινε άφαντος, αφού πρώτα έκανε μεγάλη βουτιά στο ταμείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουτιά — η 1. κατάδυση με το κεφάλι προς τα κάτω 2. το διάστημα που διανύει κάποιος κολυμπώντας κάτω από την επιφάνεια του νερού 3. τολμηρή πράξη, αποφασιστική χειρονομία 4. σφετερισμός, κλοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουτώ, με υποχωρητικό σχηματισμό] …   Dictionary of Greek

  • κατάδυση — Άθλημα, το οποίο συνίσταται στη γρήγορη και σύμφωνα με ορισμένους κανόνες βουτιά στο νερό από καθορισμένο ύψος. Οι διεθνείς και ολυμπιακοί κανονισμοί προβλέπουν βουτιά από ελαστικό βατήρα (τραμπλέν), που βρίσκεται 3 μ. πάνω από το νερό, και από… …   Dictionary of Greek

  • πλονζόν — και μπλονζόν, το, Ν 1. βουτιά, μακροβούτι 2. (στο ποδόσφαιρο) εκτίναξη τού τερματοφύλακα και πτώση του στο έδαφος, για να πιάσει ή να αποκρούσει την μπάλα που έρχεται με ταχύτητα προς το τέρμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plongeon «κολυμβητικό πτηνό… …   Dictionary of Greek

  • Endeléjia — en 2008. Endeléjia (en griego Ενδελέχεια, trascrito endeléxeia) es una de las bandas de rock griego más conocidas. Su nombre significa continuidad, persistencia o cuidado y es cognado de la palabra española entelequia …   Wikipedia Español

  • βουτώ — (Μ βουτώ) Ι. 1. βυθίζω κάτι μέσα σε υγρό 2. κάνω βουτιά, καταδύομαι 3. βαφτίζω στην κολυμπήθρα 4. αρπάζω ξαφνικά κάποιον από κάποιο μέλος του σώματός του 5. αφαιρώ κάτι με τη βία ή κρυφά 6. παίρνω κάτι με προθυμία 7. χειρονομώ άσεμνα σε βάρος… …   Dictionary of Greek

  • βούτα — (I) η [βουτώ] 1. κατάδυση με το κεφάλι, βουτιά 2. αποπληξία 3. λαθροχειρία, κλοπή. (II) η βλ. βούτη …   Dictionary of Greek

  • βούτηγμα — και βούτημα, το [βουτώ] 1. καταβύθιση, εμβάπτιση 2. συνεκδ. το εμβαπτιζόμενο στο ρόφημα κουλούρι, μπισκότο κ.λπ. 3. βουτιά, μακροβούτι 4. φρ. «το βούτημα του ήλιου» η δύση 5. βίαιη αρπαγή κάποιου πράγματος 6. δόλια υπεξαίρεση, κλοπή 7. ξαφνικό… …   Dictionary of Greek

  • δελφινίζω — (Α) [δελφίς] κολυμπώ σαν δελφίνι, βουτώ σαν δελφίνι («κάρα δελφινίσαντες περιένεον ὑποβρύχιοι θαυμασίως» αφού έκαναν βουτιά με το κεφάλι κολυμπούσαν κάτω από το νερό) …   Dictionary of Greek

  • κυμβητιώ — κυμβητιῶ, άω (Α) [κύμβη (II)] πέφτω με το κεφάλι, κάνω βουτιά …   Dictionary of Greek

  • μακροβούτι — το 1. κατάδυση, βουτιά από ψηλά και κολύμπι κάτω από την επιφάνεια τού νερού για μεγάλη απόσταση 2. μτφ. κατάχρηση, κλοπή, λαθρεμπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + βούτι (< βουτώ)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»